- λαθραίων
- λαθραί̱ων , λαθραῖοςmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PRAENESTE — urbs Latii una ex celeberrimis, in sinibus Aequorum, a Româ 24. mill. pass. versus Fucinum lacum. Memoratur Plauto, Ciceroni, pro Planc. c. 26. Varroni, Virgilio, Propertio, Horatio, Livio, Dionysio, Velleio, Val. Maximo, Straboni, Plinio, Statio … Hofmann J. Lexicon universale
ληγατάριος — και λεγατάριος, ὁ (Μ) 1. (στο Βυζάντιο) κρατικός υπάλληλος κατώτερος τού λογοθέτη τού βεστιαρίου 2. κληροδόχος, κληρονόμος 3. υπάλληλος που είχε ως καθήκοντά του την αστυνόμευση τών ξένων οι οποίοι έμεναν στην Κωνσταντινούπολη και την παρεμπόδιση … Dictionary of Greek
λαθραίος — α, ο επίρρ. α 1. μυστικός, αυτός που κατάφερε να μη γίνει αντιληπτός: Ταξίδεψε λαθραία. 2. εμπόρευμα ή συνάλλαγμα που μπήκε ή βγήκε από τη χώρα χωρίς να πληρωθεί ο νόμιμος δασμός: Τον συνέλαβαν για μεταφορά λαθραίων εμπορευμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)